- σάψαλο
- το, Ν1. πράγμα σαθρό, σάπιο, ετοιμόρροπο2. συνεκδ. άνθρωπος εξασθενημένος από αρρώστια ή από γηρατειά.[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο αρχ. *σηψ-αλός < σῆψις (< σήπομαι «σαπίζω»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σάψαλο — το 1. πράγμα σαθρό και ετοιμόρροπο, σύντριμμα. 2. μτφ., άνθρωπος εξασθενημένος από αρρώστια ή από γεράματα: Ο παππούς μας έγινε σάψαλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σαψαλιάζω — Ν [σάψαλο] γίνομαι σάψαλο … Dictionary of Greek
σαψάλης — ο, θηλ. σαψάλα, Ν [σάψαλο] άνθρωπος αδέξιος, ανίκανος να κάνει κάτι σωστό … Dictionary of Greek
σαψαλίζω — σαψάλισα, γίνομαι σάψαλο, σαραβαλιάζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)